- ἐκβλάστησις
- ἐκβλάστησιςshootingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκβλαστήσει — ἐκβλάστησις shooting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκβλαστήσεϊ , ἐκβλάστησις shooting fem dat sg (epic) ἐκβλάστησις shooting fem dat sg (attic ionic) ἐκβλαστάνω shoot aor subj act 3rd sg (epic) ἐκβλαστάνω shoot fut ind mid 2nd sg ἐκβλαστάνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλαστήσεις — ἐκβλάστησις shooting fem nom/voc pl (attic epic) ἐκβλάστησις shooting fem nom/acc pl (attic) ἐκβλαστάνω shoot aor subj act 2nd sg (epic) ἐκβλαστάνω shoot fut ind act 2nd sg ἐκβλαστέω aor subj act 2nd sg (epic) ἐκβλαστέω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλάστησιν — ἐκβλάστησις shooting fem acc sg ἐκβλαστάνω shoot aor subj mp 2nd sg (epic) ἐκβλαστάνω shoot aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβλάστηση — Αγενής αναπαραγωγή, η οποία είναι συνηθισμένη στα πρωτόζωα, στα ποροφόρα (σπόγγοι), στα κοιλεντερωτά και στους πλατυέλμινθες. Η διαδικασία προβλέπει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των κυττάρων σε ορισμένα τμήματα του σώματος, έτσι ώστε… … Dictionary of Greek
ἐκβλαστήσεως — ἐκβλαστήσεω̆ς , ἐκβλάστησις shooting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλαστήσῃ — ἐκβλαστήσηι , ἐκβλάστησις shooting fem dat sg (epic) ἐκβλαστάνω shoot aor subj mid 2nd sg ἐκβλαστάνω shoot aor subj act 3rd sg ἐκβλαστάνω shoot fut ind mid 2nd sg ἐκβλαστέω aor subj mid 2nd sg ἐκβλαστέω aor subj act 3rd sg ἐκβλαστέω fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)